- κτηματαγορά
- η контора по продаже имений
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κτηματαγορά — η 1. τόπος όπου διενεργούνται αγοραπωλησίες κτημάτων 2. το σύνολο τών τιμών και τών συνθηκών που ισχύουν κατά την αγορά και πώληση τών κάθε είδους κτημάτων, αστικών ή αγροτικών, σε ορισμένη χρονική περίοδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆμα, ατος + αγορά] … Dictionary of Greek
κτηματαγορά — η γραφείο ή τόπος όπου γίνονται αγοραπωλησίες χτημάτων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)